στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
II. almighty [βρετ ɔːlˈmʌɪti, αμερικ ɔlˈmaɪdi] ΟΥΣ ΘΡΗΣΚ
I. God [βρετ ɡɒd, αμερικ ɡɑd]
1. God ΘΡΗΣΚ:
2. God (in exclamations) οικ:
II. god ΟΥΣ
III. gods ΟΥΣ
gods npl οικ ΘΈΑΤ:
-
- piccionaia θηλ
IV. God [βρετ ɡɒd, αμερικ ɡɑd]
στο λεξικό PONS
II. almighty [ɔ:l·ˈmaɪ·t̬i] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- all wet
- ally
- all-year-round
- Almagest
- alma mater
- Almighty God
- almond
- almond-eyed
- almoner
- almost
- alms