στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. onnipotente [onnipoˈtɛnte] ΕΠΊΘ
- onnipotente sovrano
-
- onnipotente Dio
-
- onnipotente Dio
-
II. onnipotente [onnipoˈtɛnte] ΟΥΣ αρσ (Dio)
-
- onnipotente
στο λεξικό PONS
onnipotente [on·ni·po·ˈtɛn·te] ΕΠΊΘ
- onnipotente
-
-
- onnipotente
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.