sorta [αμερικ ˈsɔrdə, βρετ ˈsɔːtə] ΕΠΊΡΡ αμερικ οικ
sorta = sort of, sort
I. sort [αμερικ sɔrt, βρετ sɔːt] ΟΥΣ
1.1. sort (kind, type):
1.2. sort (kind, type) (of people):
1.3. sort (kind, type) (approximating to):
2. sort in phrases:
II. sort [αμερικ sɔrt, βρετ sɔːt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sort (classify):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.