Oxford Spanish Dictionary
 
 I. funny <funnier, funniest> [αμερικ ˈfəni, βρετ ˈfʌni] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
2.1. funny (strange):
2.2. funny (deceitful) οικ:
3.1. funny οικ (unwell):
II. funny <pl funnies> [αμερικ ˈfəni, βρετ ˈfʌni] ΟΥΣ
funny papers ΟΥΣ ουσ πλ αμερικ
funny papers → funny
I. funny <funnier, funniest> [αμερικ ˈfəni, βρετ ˈfʌni] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
2.1. funny (strange):
2.2. funny (deceitful) οικ:
3.1. funny οικ (unwell):
II. funny <pl funnies> [αμερικ ˈfəni, βρετ ˈfʌni] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
 
 funny <-ier, -iest> [ˈfʌni] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
2. funny (odd, peculiar):
 
 funny <-ier, -iest> [ˈfʌn·i] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
3. funny (odd, peculiar):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.