Oxford Spanish Dictionary
I. cheap <cheaper cheapest> [αμερικ tʃip, βρετ tʃiːp] ΕΠΊΘ
1.1. cheap (inexpensive):
1.2. cheap (shoddy):
2.1. cheap (vulgar, contemptible):
2.2. cheap (worthless):
dirt [αμερικ dərt, βρετ dəːt] ΟΥΣ U
1.1. dirt (unclean substance):
1.2. dirt (excrement) ευφημ:
2.1. dirt (scandal):
2.2. dirt (obscenity):
στο λεξικό PONS
cheap [tʃi:p] ΕΠΊΘ
dirt [dɜ:t, αμερικ dɜ:rt] ΟΥΣ χωρίς πλ
3. dirt (foul language):
-
- obscenidad θηλ
5. dirt (excrement):
cheap [tʃip] ΕΠΊΘ
dirt [dɜrt] ΟΥΣ
3. dirt (excrement):
4. dirt οικ:
5. dirt (foul language):
-
- obscenidad θηλ
6. dirt οικ (scandal, gossip):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.