στο λεξικό PONS
va·ˈri·ety thea·tre ΟΥΣ βρετ
I. thea·tre, αμερικ thea·ter [ˈθɪətəʳ, αμερικ ˈθi:ət̬ɚ] ΟΥΣ
1. theatre (for performances):
3. theatre ΠΑΝΕΠ:
4. theatre βρετ ΙΑΤΡ:
5. theatre no pl (dramatic art):
6. theatre (theatrical company):
-
- Theatertruppe θηλ
7. theatre μτφ (for dramatic effect):
8. theatre μτφ (where events happen):
II. thea·tre, αμερικ thea·ter [ˈθɪətəʳ, αμερικ ˈθi:ət̬ɚ] ΟΥΣ modifier
1. theatre (of/for the theatre):
2. theatre βρετ ΙΑΤΡ (aiding surgery):
va·ri·ety [vəˈraɪəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. variety no pl:
2. variety no pl (differing from one another):
3. variety no pl:
4. variety (category):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- variegate
- variegated
- variegation
- varietal
- variety
- variety theatre
- varifocal
- variorum
- various
- variously
- Variscian Folding