στο λεξικό PONS
va·can·cy [ˈveɪkən(t)si] ΟΥΣ
1. vacancy (unoccupied room):
2. vacancy (appointment):
3. vacancy (employment):
4. vacancy no pl (emptiness):
- vacancy of look
-
5. vacancy (lack of thought):
-
- Unbedachtheit θηλ
6. vacancy ΦΥΣ:
-
- “vacancies”
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.