στο λεξικό PONS
I. ran·dom [ˈrændəm] ΟΥΣ no pl
1. random (aimlessly):
II. ran·dom [ˈrændəm] ΕΠΊΘ
dis·tri·bu·tion [ˌdɪstrɪˈbju:ʃən] ΟΥΣ no pl
1. distribution (sharing):
2. distribution (scattering):
3. distribution ΟΙΚΟΝ:
4. distribution (occurrence):
5. distribution ΓΛΩΣΣ:
6. distribution ΜΑΘ:
7. distribution ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
8. distribution ΒΟΤ:
random ΟΥΣ
distribution ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
distribution ΟΥΣ handel
-
- Vertrieb αρσ
distribution ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
random distribution
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rancorous
- rancour
- rand
- R and B
- R and D
- random distribution
- random error
- randomize
- randomized
- randomly
- random mutagenesis