στο λεξικό PONS
presi·den·tial ˈcan·di·date ΟΥΣ
can·di·date [ˈkændɪdət, ˈ-eɪt] ΟΥΣ
1. candidate ΠΟΛΙΤ:
3. candidate βρετ, αυστραλ ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ:
presi·den·tial [ˌprezɪˈden(t)ʃəl] ΕΠΊΘ
1. presidential αμετάβλ, usu προσδιορ ΠΟΛΙΤ:
2. presidential προσδιορ, αμετάβλ (of head of organization):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.