στο λεξικό PONS
pen·sion ad·ˈjust·ment ΟΥΣ
ad·just·ment [əˈʤʌstmənt] ΟΥΣ
1. adjustment (mental):
2. adjustment (mechanical):
3. adjustment (alteration):
- adjustment of a knob, lever, settings
-
- adjustment of clothing
-
4. adjustment ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
I. pen·sion [ˈpen(t)ʃən] ΟΥΣ
1. pension:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
pension adjustment ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
adjustment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
adjustment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.