στο λεξικό PONS
-
- Pensionsanspruch αρσ <-(e)s, -sprüche>
- pension entitlement [or entitlement to a pension]
- Pensionsanspruch αρσ <-(e)s, -sprüche> CH
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Pensionsanspruch ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Pensionsanspruch
-
- Pensionsanspruch
-
-
- Pensionsanspruch αρσ
-
- Pensionsanspruch αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.