στο λεξικό PONS
I. abroad [əˈbrɔ:d, αμερικ əˈbrɑ:d] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. abroad (in foreign country):
2. abroad τυπικ (current):
ˈout·let ΟΥΣ
1. outlet for water:
2. outlet ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ:
-
- Abluftstutzen αρσ
3. outlet (means of expression):
4. outlet (store):
5. outlet ΜΜΕ:
6. outlet (market):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
outlet abroad ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Auslandsstelle θηλ
outlet ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunkt αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.