στο λεξικό PONS
I. or·ange [ˈɒrɪnʤ, αμερικ ˈɔ:r-] ΟΥΣ
II. or·ange [ˈɒrɪnʤ, αμερικ ˈɔ:r-] ΟΥΣ modifier
orange (blossom, drink, ice, tree, section):
III. or·ange [ˈɒrɪnʤ, αμερικ ˈɔ:r-] ΕΠΊΘ
blood ˈor·ange ΟΥΣ
ˈor·ange blos·som ΟΥΣ
ˈor·ange peel ΟΥΣ
-
- Orangenschale θηλ
ˈor·ange tree ΟΥΣ
-
- Orangenbaum αρσ
or·ange ˈsquash ΟΥΣ βρετ
ˈor·ange juice ΟΥΣ no pl
-
- Orangensaft αρσ
na·vel ˈor·ange ΟΥΣ
-
- Navelorange θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
methyl orange [ˈmiːθaɪl] ΟΥΣ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
orange badge parking land use, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.