στο λεξικό PONS
I. mod·el [ˈmɒdəl, αμερικ ˈmɑ:d-] ΟΥΣ
1. model (representation):
2. model (example):
3. model (perfect example):
4. model (mannequin):
5. model (for painter):
II. mod·el [ˈmɒdəl, αμερικ ˈmɑ:d-] ΟΥΣ modifier
III. mod·el <-ll-> [ˈmɒdəl, αμερικ ˈmɑ:d-] ΡΉΜΑ μεταβ
1. model (make figure):
2. model (on computer):
I. fore·cast [ˈfɔ:kɑ:st, αμερικ ˈfɔ:rkæst] ΟΥΣ
II. fore·cast <-cast [or -casted], -cast [or -casted]> [ˈfɔ:kɑ:st, αμερικ ˈfɔ:rkæst] ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
model forecast ΟΥΣ CTRL
forecast ΡΉΜΑ μεταβ CTRL
forecast ΕΠΊΘ CTRL
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
forecast ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
| I | model |
|---|---|
| you | model |
| he/she/it | models |
| we | model |
| you | model |
| they | model |
| I | modelled / αμερικ modeled |
|---|---|
| you | modelled / αμερικ modeled |
| he/she/it | modelled / αμερικ modeled |
| we | modelled / αμερικ modeled |
| you | modelled / αμερικ modeled |
| they | modelled / αμερικ modeled |
| I | have | modelled / αμερικ modeled |
|---|---|---|
| you | have | modelled / αμερικ modeled |
| he/she/it | has | modelled / αμερικ modeled |
| we | have | modelled / αμερικ modeled |
| you | have | modelled / αμερικ modeled |
| they | have | modelled / αμερικ modeled |
| I | had | modelled / αμερικ modeled |
|---|---|---|
| you | had | modelled / αμερικ modeled |
| he/she/it | had | modelled / αμερικ modeled |
| we | had | modelled / αμερικ modeled |
| you | had | modelled / αμερικ modeled |
| they | had | modelled / αμερικ modeled |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.