στο λεξικό PONS
in·ter·im ˈpay·ment ΟΥΣ
I. in·ter·im [ˈɪntərɪm, αμερικ -t̬ɚ-] ΟΥΣ
1. interim no pl (meantime):
2. interim ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
- interims pl
-
II. in·ter·im [ˈɪntərɪm, αμερικ -t̬ɚ-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
interim payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abrechnung θηλ
-
- Begleichung θηλ
payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.