στο λεξικό PONS
vari·ance [ˈveəriən(t)s, αμερικ ˈver-] ΟΥΣ
1. variance no pl τυπικ (at odds):
2. variance no pl (variation):
3. variance αμερικ ΝΟΜ (special permission):
I. in·di·vid·ual [ˌɪndɪˈvɪʤuəl] ΟΥΣ
1. individual (single person):
2. individual επιβεβαιωτ (distinctive person):
II. in·di·vid·ual [ˌɪndɪˈvɪʤuəl] ΕΠΊΘ
1. individual προσδιορ, αμετάβλ (separate):
2. individual (particular):
3. individual (distinctive, original):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
individual variance ΟΥΣ CTRL
individual ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Person θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
variance [ˈveəriəns] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.