στο λεξικό PONS
haz·ard·ous [ˈhæzədəs, αμερικ -ɚd-] ΕΠΊΘ
I. ma·terial [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪr-] ΟΥΣ
1. material (substance):
4. material no pl (information):
5. material (equipment):
II. ma·terial [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪr-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
hazardous materials [ˌhæzədəsˌməˈtɪəriəls]
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
materials (equipment)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.