στο λεξικό PONS
haz·ard·ous [ˈhæzədəs, αμερικ -ɚd-] ΕΠΊΘ
- hazardous
-
- hazardous (risky)
-
- hazardous journey/occupation
-
- hazardous material
-
- hazardous material ΜΕΤΑΦΟΡΈς
- Gefahrengut ουδ
- hazardous sport
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
hazardous materials [ˌhæzədəsˌməˈtɪəriəls]
- hazardous materials
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.