στο λεξικό PONS
ˈfix·ings ΟΥΣ
fixings πλ αμερικ οικ:
- fixings
- Beilagen pl
fix·ing [ˈfɪksɪŋ] ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
1. fixing (regular meeting):
-
- Goldfixing ουδ
2. fixing (illegal agreement):
ˈin·ter·est fix·ing ΟΥΣ no pl
ˈgold fix·ing ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- Goldfixing ουδ
ˈprice fix·ing ΟΥΣ no pl
match-fixing ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
price fixing ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Preisbindung θηλ
interest fixing ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
gold fixing ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Goldfixing ουδ
foreign exchange fixing ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
price agreement, price fixing ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.