στο λεξικό PONS
tak·er [ˈteɪkəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
2. taker:
ˈhos·tage-tak·er ΟΥΣ
ˈcen·sus tak·er ΟΥΣ
ˈrisk tak·er ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
price taker ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Preisnehmer αρσ
net taker ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
-
- Nettoschuldner αρσ
risk taker ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
-
- Risikoträger αρσ
-
- Gefahrenträger αρσ
risk taker ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
licensed deposit-taker ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
net taker of funds ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.