In·ter·es·sent(in) <-en, -en> [ɪntərɛˈsɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Interessent (an einer Teilnahme Interessierter):
- Interessent(in)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.