στο λεξικό PONS
in·ter·val [ˈɪntəvəl, αμερικ -t̬ɚ-] ΟΥΣ
1. interval (in space, time):
2. interval ΜΕΤΕΩΡ:
clear·ance [ˈklɪərən(t)s, αμερικ ˈklɪr-] ΟΥΣ no pl
1. clearance (act of clearing):
2. clearance (space):
3. clearance ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ:
4. clearance (of customs):
5. clearance ΑΕΡΟ:
interval ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
clearance ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Liquidation θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.