στο λεξικό PONS
 
  
 oc·cu·pa·tion [ˌɒkjəˈpeɪʃən, αμερικ ˌɑ:kjəˈ-] ΟΥΣ
1. occupation τυπικ (profession):
2. occupation τυπικ (pastime):
3. occupation no pl ΣΤΡΑΤ:
-  occupation of a country also
-  
oc·cu·ˈpa·tion force ΟΥΣ
oc·cu·ˈpa·tion author·ities ΟΥΣ πλ
occupation ΟΥΣ
-  
-  Tätigkeit θηλ
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-  vorübergehende Beschäftigung ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
