Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. aig|u (aiguë, aigüe) [eɡy] ΕΠΊΘ
2. aigu ΙΑΤΡ (gén) (violent):
I. perché (perchée) [pɛʀʃe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
perché → percher
II. perché (perchée) [pɛʀʃe] ΕΠΊΘ
1. perché maison, village, antenne, girouette:
I. percher [pɛʀʃe] ΡΉΜΑ μεταβ
II. percher [pɛʀʃe] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. percher oiseau:
2. percher οικ personne:
στο λεξικό PONS
I. aigu (aigüe) [egy] ΕΠΊΘ
5. aigu (violent, pénétrant):
I. aigu(ë) [egy] ΕΠΊΘ
5. aigu (violent, pénétrant):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.