Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. aig|u (aiguë, aigüe) [eɡy] ΕΠΊΘ
2. aigu ΙΑΤΡ (gén) (violent):
στο λεξικό PONS
I. aigu (aigüe) [egy] ΕΠΊΘ
5. aigu (violent, pénétrant):
I. aigu(ë) [egy] ΕΠΊΘ
5. aigu (violent, pénétrant):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kuwait
- kW
- K-way
- kWh
- kyrie eleison
- l'aigu
- l'Entente Cordiale
- la
- là
- là-bas
- label