daresay βρετ
daresay → dare
I. dare [βρετ dɛː, αμερικ dɛr] ΟΥΣ
II. dare [βρετ dɛː, αμερικ dɛr] ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα έγκλ
1. dare (to have the courage to):
2. dare (expressing anger, indignation):
III. dare [βρετ dɛː, αμερικ dɛr] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.