Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ideal , ideell , zwei , Brei , Blei , frei , bei , drei και Idee

bei [baɪ] PREP +δοτ

Blei <-(e)s> [blaɪ] SUBST ουδ ενικ

1. Blei ΧΗΜ:

Brei <-(e)s, -e> [braɪ] SUBST αρσ

1. Brei (Griesbrei, Hirsebrei):

χυλός αρσ

2. Brei (Kartoffelbrei, Erbsenbrei):

πουρές αρσ

3. Brei (dickflüssige Masse):

πολτός αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский