Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπάνιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπάνιο [ˈbaɲɔ] SUBST ουδ

1. μπάνιο (η πράξη):

μπάνιο
Bad ουδ
κάνω μπάνιο

2. μπάνιο (το δωμάτιο):

μπάνιο
Bad ουδ
μπάνιο
Badezimmer ουδ
είναι στο μπάνιο
είδη ουδ πλ μπάνιου
Badartikel αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский