Ελληνικά » Γερμανικά

κρύσταλλο [ˈkristalɔ] SUBST ουδ

1. κρύσταλλο (κομμάτι πάγου):

κρύσταλλο
Eiszapfen αρσ

2. κρύσταλλο (γυαλί):

κρύσταλλο
Kristallglas ουδ

3. κρύσταλλο (τζάμι):

κρύσταλλο
Scheibe θηλ

4. κρύσταλλο ΧΗΜ:

κρύσταλλο
Kristall αρσ

κρύσταλλος [ˈkristalɔs] SUBST αρσ, κρύσταλλο [ˈkristalɔs] SUBST ουδ ΧΗΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский