Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρεπό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρεπό [rɛˈpɔ] SUBST ουδ αμετάβλ (διακοπή εργασίας)

ρεπό
Arbeitspause θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский