Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξέταση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξέτασ|η <-εις> [ɛˈksɛtasi] SUBST θηλ

1. εξέταση (κάποιας υπόθεσης, ιατρική):

εξέταση
Untersuchung θηλ
εξέταση αίματος
ιατρική εξέταση
επιτόπια εξέταση
προκαταρκτική εξέταση ΝΟΜ
Ermittlung θηλ
προκαταρκτική εξέταση ΝΟΜ
Ermittlungsrichter(in) αρσ (θηλ)

2. εξέταση (έλεγχος):

εξέταση
Prüfung θηλ

ιδιωτισμοί:

Inquisition θηλ
κατ' αντιπαράσταση εξέταση ΝΟΜ
Kreuzverhör ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με εξέταση

εξέταση θηλ ρουτίνας
εξέταση θηλ ποιότητας
εξέταση θηλ δανείου
ιατρική εξέταση
προκαταρκτική εξέταση ΝΟΜ
Ermittlung θηλ
δακτυλική εξέταση
Abtastung θηλ
εξέταση αίματος
επιτόπια εξέταση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский