Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάβαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάβασ|η <-εις> [ðiˈavasi] SUBST θηλ

1. διάβαση (πράξη: ποταμού, δρόμου):

διάβαση
Überquerung θηλ

2. διάβαση (πράξη: δάσους):

διάβαση
Durchquerung θηλ

3. διάβαση (δρόμος σε βουνό):

διάβαση
Pass αρσ
ορεινή διάβαση
Bergpass αρσ

4. διάβαση (πέρασμα για πεζούς):

διάβαση
Durchgang αρσ
υπόγεια διάβαση
Unterführung θηλ
ανισόπεδη διάβαση
Überführung θηλ

ιδιωτισμοί:

διάβαση πεζών
σιδηροδρομική διάβαση, ισόπεδη διάβαση
Bahnübergang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με διάβαση

σιδηροδρομική διάβαση, ισόπεδη διάβαση
ανισόπεδη διάβαση
ορεινή διάβαση
Bergpass αρσ
υπόγεια διάβαση
διάβαση πεζών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский