I.drunk [βρετ drʌŋk, αμερικ drəŋk] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
drunk → drink
II.drunk [βρετ drʌŋk, αμερικ drəŋk] ΟΥΣ
III.drunk [βρετ drʌŋk, αμερικ drəŋk] ΕΠΊΘ
1. drunk κυριολ:
- to be drunk and disorderly ΝΟΜ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.