I.root [βρετ ruːt, αμερικ rut] ΟΥΣ
1. root ΒΟΤ:
II.roots ΟΥΣ ουσ πλ
2. roots μτφ:
- racines θηλ πλ
III.root [βρετ ruːt, αμερικ rut] ΡΉΜΑ μεταβ
1. root μτφ:
- deeply-rooted κυριολ, μτφ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.