στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
vanto [ˈvanto] ΟΥΣ αρσ
1. vanto (il vantare, il vantarsi):
2. vanto (motivo di orgoglio):
- vanto
-
- vanto
-
- vanto
-
-
- vanto αρσ
-
- vanto αρσ
-
- vanto αρσ
-
- vanto αρσ
-
- vanto αρσ
-
- vanto αρσ
-
- vanto αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.