στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
pazzesco <πλ pazzeschi, pazzesche> [patˈtsesko, ski, ske] ΕΠΊΘ
1. pazzesco (insensato):
2. pazzesco (eccessivo) οικ:
στο λεξικό PONS
pazzesco (-a) <-schi, -sche> [pat·ˈtses·ko] ΕΠΊΘ
2. pazzesco οικ (straordinario):
- pazzesco (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.