Oxford Spanish Dictionary
comuna ΟΥΣ θηλ
1. comuna (de convivencia):
- comuna
-
2. comuna (municipio):
- comuna CSur Περού
-
común1 ΕΠΊΘ
1.1. común:
1.2. común en locs:
2. común (corriente, frecuente):
στο λεξικό PONS
comuna ΟΥΣ θηλ
1. comuna tb. ΙΣΤΟΡΊΑ:
- comuna
-
2. comuna λατινοαμερ (municipio):
- comuna
-
comuna [ko·ˈmu·na] ΟΥΣ θηλ
1. comuna tb. ΙΣΤΟΡΊΑ:
- comuna
-
2. comuna λατινοαμερ (municipio):
- comuna
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.