στο λεξικό PONS
Steu·er1 <-s, -> [ˈʃtɔyɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Steuer ΑΥΤΟΚ:
2. Steuer ΝΑΥΣ:
Steu·er2 <-, -n> [ˈʃtɔyɐ] ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
pro·gres·siv [progrɛˈsi:f] ΕΠΊΘ
1. progressiv τυπικ (fortschrittlich):
2. progressiv ΟΙΚΟΝ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
progressive Steuer phrase ΦΟΡΟΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.