Laut·stär·ke <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Lautstärke (Schallpegel):
-
- Lautstärke θηλ <-, -n>
-
- Lautstärke θηλ <-, -n>
- intensity of loudness
- Lautstärke θηλ <-, -n>
-
- Lautstärke θηλ <-, -n>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.