I. bass1 [beɪs] ΟΥΣ
1. bass (voice):
3. bass (on amplifier):
- bass
- Bass αρσ <-es, Bạ̈·sse>
bass2 [bæs] ΟΥΣ (fish)
- bass
-
dou·ble ˈbass ΟΥΣ
- double bass
-
bass gui·tar·ist ΟΥΣ
- bass guitarist
-
bass ˈclef [beɪs] ΟΥΣ
- bass clef
-
ˈsea bass <pl -> ΟΥΣ
bass clarinet ΟΥΣ
- bass clarinet
- Bassklarinette θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.