je·wei·len [ˈje:ˈvailən] ΕΠΊΡΡ CH
jeweilen → jeweils
je·weils [ˈje:ˈvails] ΕΠΊΡΡ
1. jeweils (jedes Mal):
2. jeweils (als einzelne Gruppe):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.