I. ab·sicht·lich [ˈapzɪçtlɪç] ΕΠΊΘ
II. ab·sicht·lich [ˈapzɪçtlɪç] ΕΠΊΡΡ
absichtlich ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.