στο λεξικό PONS
Wand·lungs·recht ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Wand·lung <-, -en> [ˈvandlʊŋ] ΟΥΣ θηλ
2. Wandlung ΘΡΗΣΚ:
-
- transubstantiation no πλ
3. Wandlung ΝΟΜ:
Wand·lungs·ver·fah·ren ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Wand·lungs·be·din·gun·gen ΟΥΣ πλ ΝΟΜ
wand·lungs·fä·hig ΕΠΊΘ
Wand·lungs·kla·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
I. ver·fas·sungs·recht·lich ΕΠΊΘ ΝΟΜ
II. ver·fas·sungs·recht·lich ΕΠΊΡΡ ΝΟΜ
Ver·samm·lungs·recht <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Ver·wal·tungs·rechts·weg <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Wandlung ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Wandlungsrecht ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Wandlung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Wandlungsverhältnis ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Verwertungsrecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Wertsteigerungsrecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Wohnungsrecht ΟΥΣ ουδ ΑΚΊΝ
Umwandlungssatz ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Umwandlungsbetrag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Auslösungsrecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Einlösungsrecht ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Zuwanderungsrecht ΟΥΣ ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.