στο λεξικό PONS
Ver·bin·dungs·mann (-frau) <-(e)s, -männer [o. -leute]; -, -en> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Verbindungsmann (-frau)
-
Bil·dungs·gang <-gänge> ΟΥΣ αρσ
Her·stel·lungs·gang <-(e)s, -gänge> ΟΥΣ αρσ
Sand·wich-Ver·bin·dung ΟΥΣ θηλ ΧΗΜ
Ver·bin·dungs·ge·bühr <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΤΗΛ
Ver·bin·dungs·bru·der ΟΥΣ αρσ ΣΧΟΛ
Ver·bin·dungs·ka·bel <-s, -> ΟΥΣ ουδ bes. ΟΙΚΟΔ, ΤΕΧΝΟΛ
Ver·bin·dungs·auf·bau <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ ΤΗΛ
Ver·bin·dungs·haus ΟΥΣ ουδ ΣΧΟΛ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Geschäftsverbindung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Bankverbindung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Bankverbindung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Zinsbindungsbilanz ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Zinsbindungsdauer ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Bindungsfrist ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Kundenbindungsindex ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Zinsbindungsfrist ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Bindungsdauer ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.