στο λεξικό PONS
uni·for·miert [unifɔrˈmi:ɐ̯t] ΕΠΊΘ
R, r <-, - [o. οικ -s, -s]> [ɛr] ΟΥΣ ουδ
A, a <-, - [o. οικ -s, -s]> [a:] ΟΥΣ ουδ
1. A (Buchstabe):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
r ΕΠΊΘ
r συντομογραφία: repartiert ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- r (Kurszusatz)
-
- r (Kurszusatz)
-
repartiert ΕΠΊΡΡ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Unhold
- unhörbar
- unhygienisch
- uni
- UNICEF
- Uniformierte(r)
- Uniformierte Uniformierter
- Unihockey
- Unika
- Unikat
- Unikum