στο λεξικό PONS
Kerl <-s, -e [o. -s]> [kɛrl] ΟΥΣ αρσ οικ
2. Kerl (Mensch):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
TRM-Methode ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
EStR ΟΥΣ θηλ
EStR συντομογραφία: Einkommensteuerrichtlinie ΦΟΡΟΛ
Ein·kom·men·steu·er·richt·li·nie ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ, ΠΟΛΙΤ
True and Fair View phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.