στο λεξικό PONS
Nicht·zah·lung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ver·si·che·rungs·fall <-(e)s, -fälle> ΟΥΣ αρσ
Un·ter·las·sungs·fall <-s> ΟΥΣ αρσ kein πλ ΝΟΜ
Zah·lungs·un·fä·hi·ge(r) <-n, -n; -n -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Zah·lungs·emp·fän·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΜΠΌΡ
Rück·zah·lungs·frist <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Versicherungsfall ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Versorgungsfall ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Sicherungsfall ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Finanzierungsfall ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Euro-Zahlungsauftrag ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Zahlungsfälligkeit ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Zahlungsfreigabe ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Gesamtzahlungsstrom ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.