στο λεξικό PONS
La·dung1 <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Ladung (Fracht):
2. Ladung οικ (größere Menge):
3. Ladung (bestimmte Menge von Munition o Sprengstoff):
Wa·gen·la·dungs·ta·rif ΟΥΣ αρσ
Ver·la·dungs·schein <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Ent·la·dungs·ha·fen <-s, -häfen> ΟΥΣ αρσ
Ein·la·dungs·schrei·ben <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Ein·la·dungs·kar·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ
La·dungs·ver·zeich·nis <-ses, -se> ΟΥΣ ουδ
Ladungsdichte ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Pfändungs- und Überweisungsbeschluss ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Portefeuille-Bildung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.