στο λεξικό PONS
Be·nut·zer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ), Be·nüt·zer (in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ιδιωμ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Benutzer (ohne andere Möglichkeit)
- Benutzer eines bestimmten Verkehrsmittels ΔΗΜΟΣΚ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.