στο λεξικό PONS
bür·ger·lich [ˈbʏrgɐlɪç] ΕΠΊΘ
1. bürgerlich προσδιορ (den Staatsbürger betreffend):
2. bürgerlich a. μειωτ (dem Bürgerstand angehörend):
-
- bourgeois a. μειωτ
Ge·sell·schaft <-, -en> [gəˈzɛlʃaft] ΟΥΣ θηλ
1. Gesellschaft (Gemeinschaft):
2. Gesellschaft ΟΙΚΟΝ:
3. Gesellschaft (Vereinigung):
4. Gesellschaft (Fest):
5. Gesellschaft (Oberschicht):
6. Gesellschaft (Kreis von Menschen):
7. Gesellschaft (Umgang):
Gesellschaft ΟΥΣ
Gesellschaft ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bürgerliche Gesellschaft phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Gesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.